διχογνωμώ

διχογνωμώ
διχογνώμησα, διαφωνώ, έχω διαφορετική γνώμη, υπάρχει διάσταση απόψεων: Όταν διχογνωμεί η οικογένεια, δεν πάει μπροστά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διχογνωμώ — ( έω) (AM διχογνωμῶ, έω Α και διχογνωμονῶ) 1. έχω αντίθετη γνώμη 2. αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι …   Dictionary of Greek

  • διχογνωμῶ — διχογνωμέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) διχογνωμέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνώ — ( έω) (ΑΝ) 1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω 2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ αρχ. 1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῑ τι τῶν χρημάτων» υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.) 2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς» Αγαθαρχίδης στη… …   Dictionary of Greek

  • διχογνωμονώ — βλ. διχογνωμώ …   Dictionary of Greek

  • διχοφρονώ — διχοφρονῶ ( έω) (Α) έχω διαφορετική γνώμη, διχογνωμώ …   Dictionary of Greek

  • ετεροφρονώ — (Μ ἑτεροφρονῶ, έω) (ιδίως για αιρετικούς) έχω διαφορετικό ή αντίθετο φρόνημα, έχω διαφορετική γνώμη, διχογνωμώ, ετερογνωμώ, διίσταμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φρονώ] …   Dictionary of Greek

  • λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… …   Dictionary of Greek

  • στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… …   Dictionary of Greek

  • φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”